- πολύρρηνος
- -ον, Α1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα, πολύρρην*2. (για χώρα) αυτός που εκτρέφει πολλά πρόβατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ρρηνος (< *ῥήν, βλ. λ. πολύρρην)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύρρηνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύρρηνον — πολύρρηνος masc/fem acc sg πολύρρηνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυρρήνοιο — πολύρρηνος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυρρήνοισιν — πολύρρηνος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυρρήνου — πολύρρηνος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύρρηνας — πολύρρηνος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύρρηνες — πολύρρηνος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύρρηνοι — πολύρρηνος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)